- θερμόλυση
- Η αποσύνθεση ή η διάσπαση μίας ουσίας με την επίδραση της θερμότητας. Η αποβολή ζωικής θερμότητας με την οποία εξασφαλίζεται στα ομοιόθερμα ζώα η σταθερότητα της θερμοκρασίας του σώματός τους. Βλ. λ. θερμορρύθμιση.
* * *(I)η1. φυσιολ. μεταφορά θερμότητας από τον οργανισμό στο περιβάλλον2. χημ. διάσπαση ενός σώματος λόγω μεταβολής τής θερμοκρασίας του.————————(II)ηφυσιολ. η μεταφορά θερμότητας από τον οργανισμό στο περιβάλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermolysis < thermo- (πρβλ. θερμ[ο]-*) + -lysis (πρβλ. λύσις)].
Dictionary of Greek. 2013.